Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Εισηγηση για την Αγροτικη Οικονομια

ΕΙΣΗΓΗΣΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΣΤΟ 1ο ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ
ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ
Ιούνιος 2010
Α. Ο ελληνικός αγροτικός κόσμος σήμερα.
Αγροτικός τομέας και εθνική οικονομία: Ο αγροτικός τομέας απασχολεί σήμερα το 15% του ενεργού πληθυσμού της χώρας, συμβάλλοντας στο 6.8% του συνολικού ΑΕΠ. Οι αντίστοιχες μετρήσεις έδειχναν για δύο δεκαετίες πριν (1990), ότι ο αγροτικός τομέας απασχολούσε το 24% του ενεργού πληθυσμού και ποσοστό 9% στο συνολικό ΑΕΠ.

Ως χώρος πρωτογενούς παραγωγής οικονομικών μεγεθών, συνδέεται άμεσα και είναι η βάση μίας σειράς άλλων κλάδων της εθνικής οικονομίας, που είτε ως πελάτες είτε ως τροφοδότες της γεωργίας, αποτελούν το 70% της απασχόλησης, το 73% της συνολικής προσφοράς της εθνικής οικονομίας και το 65% των αμοιβών των απασχολουμένων.
Αναφορικά με τα οικονομικά μεγέθη που πραγματοποιήθηκαν λόγω της συμμετοχής μας στην ΕΕ, το ποσοστό συμμετοχής της χώρας μας στην κοινοτική γεωργική παραγωγή ήταν 4% το 2001, ενώ το ποσοστό των εισπράξεών μας από τις δαπάνες του κοινοτικού προϋπολογισμού, έφθασε το 6,2% κατά το ίδιο έτος.



Αγροτικό εισόδημα: Το γεωργικό εισόδημα σε σταθερές τιμές, αυξήθηκε κατά την περίοδο 1950 – 1975 με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,1% ενώ για το ίδιο χρονικό διάστημα, το ακαθάριστο εισόδημα του δευτερογενούς τομέα ήταν το διπλάσιο, 8,2% και αυτό του τριτογενούς τομέα περί το 6%.
Μετά το 1979 ο ρυθμός αύξησής του ήταν μηδενικός, ενώ παρουσίασε μιαν αύξηση της τάξης του 2,5% το 1984. Ως συνέπεια της πορείας αυτής του γεωργικού εισοδήματος κατά την μεταπολεμική περίοδο στην πατρίδα μας, σε σχέση πάντα με τον ρυθμό αύξησης του εισοδήματος των άλλων τομέων της οικονομίας, προέκυψε η συνεχής μείωση του κατά κεφαλή αγροτικού εισοδήματος σε σχέση πάντα με το κατά κεφαλή εθνικό εισόδημα. Συγκεκριμένα, το κατά κεφαλή εισόδημα του Έλληνα αγρότη, ενώ αποτελούσε το 61% του κατά κεφαλή εθνικού εισοδήματος στην περίοδο 1951 – 1961, έπεσε την περίοδο 1971 – 1981 στο 46,8%, την δεκαετία του ΄80 ανήλθε στο 55%, ενώ στη δεκαετία του ΄90 έπεσε δραματικά κάτω από το 50%.

Ο δείκτης τιμών του παραγωγού βρισκόταν το 2000 στο 80% των τιμών του 1990. Το καθαρό οικογενειακό εισόδημα του αγρότη ανέρχεται στο 50% του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ το 35% των Ελλήνων αγροτών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Ταυτόχρονα διευρύνθηκε και η ανισοκατανομή του αγροτικού εισοδήματος τόσο μεταξύ γεωγραφικών ζωνών όσο και μεταξύ μεγάλων, μικρομεσαίων και φτωχών αγροτών. Έτσι το 80% των εργαζομένων αγροτών πραγματοποιούν καθαρό κατά κεφαλή εισόδημα ίσο προς το ένα τέταρτο (1/4) του κατά κεφαλή εισοδήματος που πραγματοποιεί το προνομιούχο 20% των αγροτών με τον μεγάλο κλήρο.
Το ανθρώπινο αγροτικό δυναμικό: Το ανθρώπινο δυναμικό που απασχολεί ο αγροτικός τομέας, φθάνει σήμερα το 15% του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας. Παράλληλα, το 34,2% των Ελλήνων αγροτών σήμερα είναι πάνω από 60 χρόνων. Από τους 668.766 απασχολούμενους στον αγροτικό τομέα ( απογραφή του 1991) οι 230.276 (ποσοστό δηλαδή 35%) είχαν ηλικία πάνω από 55 έτη, ενώ 47.515 αγρότες (ποσοστό δηλαδή 7%) ήταν μεγαλύτεροι των 65 ετών. Την ίδια ώρα, τα αντίστοιχα ποσοστά στους άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας ήταν 10% και 1%. Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, μόνο 89.824 αγρότες ήταν για την ίδια χρονική περίοδο μεταξύ 20 και 30 ετών, το 10% δηλαδή του ενεργού αγροτικού πληθυσμού. Συνολικότερα τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι μέσα σε 30 χρόνια, από το 1961 έως το 1991, υπήρξε συστηματική αποχώρηση από τη γεωργία των πιο δυναμικών ηλικιών (20 έως 25 ετών), δεδομένου ότι, το ποσοστό των ηλικιών αυτών στο σύνολο των απασχολούμενων στη γεωργία, από 67% το 1961, μειώθηκε στο 41% το 1991. Παράλληλα, ο ρυθμός αυτός εξέλιξης καταδεικνύει ότι μέσα στα επόμενα  χρόνια, το 42% των αγροτών που είναι σήμερα άνω των 60 ετών θα αποχωρήσει από την γεωργία λόγω ηλικίας. Την ίδια στιγμή, με τους χαμηλούς ρυθμούς εισόδου νέων αγροτών στο γεωργικό επάγγελμα, την επερχόμενη δεκαετία, το συνολικό ποσοστό απασχολουμένων σε αυτήν, δεν θα ξεπερνά το 10%. Αν δε υπολογισθεί και το ποσοστό αυτών που εγκαταλείπουν τη γεωργία, όχι λόγω ηλικίας αλλά για άλλους λόγους  (όπως πχ το νέο κύμα μετανάστευσης των νέων αγροτών στο εξωτερικό, λόγω της οικονομικής κρίσης) με βάση τον ιστορικό ρυθμό εξόδου από το αγροτικό επάγγελμα, τότε βάσιμα εκτιμάται ότι, το ποσοστό των ενεργών αγροτών για την δεκαετία 2010, θα είναι κατά πολύ χαμηλότερο και από το 10%.

Διαρθρωτικά προβλήματα:
Μικρός & κατακερματισμένος - ανισοκατανεμημένος αγροτικός κλήρος. Η μέση έκταση αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ελλάδα, είναι περίπου 43 στρέμματα ανά εκμετάλλευση, έναντι 184 στρεμμάτων του κοινοτικού μέσου όρου. Στη καταγραφή του 1997, το 90% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είχαν μέγεθος μέχρι 100 στρέμματα (76% μέχρι 50 στρέμματα και 14% μεταξύ 50 και 100 στρεμμάτων). Το αντίστοιχο ποσοστό για την ΕΕ είναι 69% (55% μέχρι 50 στρέμματα και 14% από 50 έως 100 στρέμματα). Μέγεθος μεγαλύτερο των 500 στρεμμάτων ήταν στην ίδια καταγραφή στην μεν Ελλάδα το 0,4% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στη δε ΕΕ το 8,6%.

Στο πρόβλημα τώρα του κατακερματισμού του αγροτικού κλήρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην Κρήτη κάθε κλήρος αποτελείται κατά μέσο όρο από 10 αγροτεμάχια και στη Θράκη από 7. Αυτό το πρόβλημα έχει οδηγήσει εκτός των άλλων προβλημάτων που δημιουργεί και στην αγορά πληθώρας αγροτικών μηχανημάτων, μακράν πέρα του πραγματικού αριθμού των αναγκαίων ελκυστήρων ή παρελκόμενων.

Στην ανισοκατανομή του αγροτικού κλήρου, καταγράφεται ότι, το 60% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στη χώρα μας καλλιεργεί από 30 στρέμματα η κάθε μία, που αντιστοιχούν στο 25% περίπου της καλλιεργούμενης έκτασης σε όλη την Ελλάδα. Αντιθέτως, το 5% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων καλλιεργεί το 25% του συνόλου της καλλιεργούμενης γης.

Η ασύμμετρη σχέση φυτικής – ζωικής παραγωγής. Ως «αγροτικό παράδοξο» τείνει να προσδιορισθεί η υπερτροφική ανάπτυξη της φυτικής παραγωγής που αντιπροσωπεύει το 65% της συνολικής αγροτικής παραγωγής, σε δυσαρμονία με τους άλλους κλάδους της γεωργίας που αντιπροσωπεύουν, το 30% η ζωική παραγωγή, το 1,5% η δασική και το 2,5%, η αλιευτική παραγωγή. Συνέπεια αυτής της μη ισορροπημένης σχέσης είναι και το ελλειμματικό ισοζύγιο στις εξαγωγές – εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, ενώ χαρακτηριστική παρενέργεια της ως άνω δυσαρμονίας ήταν και ο προσανατολισμός των επιδοτήσεων της ΕΕ σε ποσοστό 79% προς την φυτική παραγωγή, ενώ μόνο το 13% προσανατολίσθηκε προς την ζωική παραγωγή και 8% για την δασική και αλιευτική παραγωγή.

Ανεπαρκείς συνεταιριστικές οργανώσεις.

Στα διαρθρωτικά προβλήματα εντάσσεται και το πλήρες αδιέξοδο στο οποίο έχουν οδηγηθεί οι συνεταιριστικές οργανώσεις. Με ανενεργούς (κτίρια – φαντάσματα) πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς, χωρίς αρμοδιότητες, και με υπερδιογκωμένες με πλεονάζον προσωπικό δευτεροβάθμιες οργανώσεις και Ομάδες Παραγωγών, υπερχρεωμένες από τις διαχειρίσεις, κυρίως τις οφειλόμενες σε πολιτικές επιλογές στο πλαίσιο πάντα φυσικά της πελατειακής σχέσεις τους με το δικομματικό σύστημα.

Η πληθώρα των συνεταιριστικών οργανώσεων «σφραγίδων», που χρησιμοποιούνται είτε για την δικομματική αναμέτρηση στα δευτεροβάθμια όργανα και το τριτοβάθμιο όργανο την ΠΑΣΕΓΕΣ , είτε για την διαχείριση κυρίως των επιδοτήσεων της ΕΕ, επιτείνει την σύγχυση που ήδη υφίσταται στην πολυποικιλότητα των προβλημάτων του χώρου.

Στο τριτοβάθμιο επίπεδο, η κρατικοδίαιτη ΠΑΣΕΓΕΣ, συνεχίζει σταθερά τον ρόλο της ως εκφραστή των όποιων κυβερνητικών επιλογών, υπηρετώντας μέσω των παχυλά αμειβόμενων στελεχών της τις άνωθεν εντολές. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, ξεπερνώντας κάθε λογική συλλογικού οργάνου έκφρασης του κινήματος, λειτουργεί και ως «φοροεισπρακτικός μηχανισμός» επιβάλλοντας υποχρεωτικές εισφορές κατευθείαν στον αγρότη (π.χ. προγράμματα τύπου ΟΣΔΕ). Την ίδια ώρα, μέσα από τις δεκάδες υποτιθέμενα ή μη κλαδικά όργανα, μοιράζει την πίττα του δικομματικού συστήματος σε ημέτερους, έτσι ώστε να ελέγχεται στο μέγιστο δυνατό βαθμό η πελατειακή διασύνδεση του ευρύτερου αγροτικού χώρου με το κεντρικό πολιτικό δικομματικό σύστημα. Και να προσθέσουμε εδώ την πιο κραυγαλέα διάσταση της προσάρτησης των όποιων υπηρεσιών και κλάδων του τριτοβάθμιου συνεταιριστικού χώρου στο κομματικό κράτος, την χρησιμοποίησή τους από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, για την ανάπτυξη ιδιαίτερων σχέσεων με τα κρατικοδίαιτα ΜΜΕ, μέσω της διάθεσης σε αυτά, τεραστίων ποσών διαφημιστικής δαπάνης.

Διαλυμένο Συνδικαλιστικό κίνημα.

Μεθοδικά και προγραμματισμένα από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80, το αγροτοσυνδικαλιστικό κίνημα οδηγήθηκε στην σημερινή του εικόνα, της πλήρους διάλυσής του δηλαδή και έκφρασής του από διορισμένες, κομματικοποιημένες και δοτές διοικήσεις τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων τύπου ΓΕΣΑΣΕ, ΣΥΔΑΣΕ, ΠΑΣΥ (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΚΚΕ αντίστοιχα). Οργανώσεις χωρίς καμία λογική δημοκρατικών διαδικασιών τα στελέχη των οποίων νέμονται ομού με τα στελέχη της ΠΑΣΕΓΕΣ τις κρατικές χρηματοδοτήσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία των δευτεροβάθμιων συνεταιριστικών οργανώσεων (ΕΓΣ) ανά τη χώρα εξάλλου, παραμένει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό καταχρεωμένη από την εφαρμογή επιλογών του κεντρικού πολιτικού συστήματος, άμεσα μάλιστα συνδεδεμένων με τις πελατειακού τύπου χρηματοδοτήσεις μέσω κυρίως της ΑΤΕ.

Σε πρωτοβάθμιο επίπεδο οι αγροτικοί σύλλογοι έχουν πάψει εδώ και τουλάχιστον μια δεκαπενταετία να λειτουργούν, ενώ σποραδικά κάποιες κατ’ όνομα Ομοσπονδίες Αγροτικών Συλλόγων, χρησιμοποιούνται για να ελέγξουν τις όποιες, ελάχιστες και χλιαρές πια, αγροτικές κινητοποιήσεις.

Αναποτελεσματικές αναδιαρθρώσεις καλλιεργειών.

Ελάχιστα έως μηδενικά ήταν τα αποτελέσματα των όποιων προγραμμάτων χρηματοδοτήσεων αναδιαρθρώσεων καλλιεργειών εφαρμόσθηκαν. Έτσι, η εικόνα της υπαίθρου σήμερα, παραμένει εν πολλοίς η ίδια με αυτήν πριν την εφαρμογή των μέτρων, δεδομένου ότι, οι αναδιαρθρώσεις είτε δεν οδηγήθηκαν προς την σωστή κατεύθυνση, είτε έγιναν πρόχειρα λόγω της ανεπάρκειας των υπηρεσιών του Υπουργείου Γεωργίας. Αποτέλεσμα όλης αυτής της διαδρομής είναι εξάλλου και η μονόδρομη υπερδιόγκωση της φυτικής παραγωγής έναντι των άλλων κλάδων της αγροτικής οικονομίας.
Παράλληλα, η φυτική κυρίως παραγωγή της χώρας, προσανατολίσθηκε σε τυχάρπαστες επιλογές του τύπου, να εξυπηρετηθούν οι λαϊκές αγορές, με τα βασικά αγροτικά καταναλωτικά προϊόντα. Και μάλιστα, όχι από τους ίδιους τους αγρότες-παραγωγούς, αλλά από μια νέα κάστα «παραγωγού λαϊκών αγορών», που στην ουσία της είναι αναπαραγωγή της παλιάς κακής λογικής του μεσάζοντα, ο οποίος καταφέρνει μέσα από την ανίκανη γραφειοκρατία, να εφοδιάζεται με την περίφημη «άδεια παραγωγού λαϊκών αγορών».

Εκπαιδευτικό έλλειμμα.

Η Ελληνική Γεωργία εκτός από το «ηλικιακό έλλειμμα», χαρακτηρίζεται και από το λεγόμενο «εκπαιδευτικό έλλειμμα». Το χαμηλότερο δηλαδή επίπεδο εκπαίδευσης των αγροτών σε σχέση με το επίπεδο των άλλων επαγγελμάτων. Από τους 663.766 απασχολούμενους στον αγροτικό τομέα, ποσοστό 81% είχαν εκπαίδευση δημοτικού σχολείου ή κατώτερη και από αυτούς οι 58.765 (9%), δεν γνώριζαν καθόλου γραφή και ανάγνωση. Το σχετικό ποσοστό αυτών που απασχολούνται με τους άλλους τομείς της οικονομίας δεν ξεπερνά το 33% και 1% αντιστοίχως. Τα στοιχεία ακόμη δείχνουν ότι, ένας στους τρεις απασχολούμενους στον αγροτικό τομέα μέχρι 55 ετών έχει εκπαίδευση δημοτικού σχολείου ή κατώτερη. Αυτή η εικόνα φανερώνει ότι οι περισσότερο μορφωμένοι νέοι δεν ασχολούνται με το αγροτικό επάγγελμα, με άμεση συνέπεια τη γενικότερη αναπτυξιακή υστέρηση του αγροτικού τομέα.

Υποαπασχόληση.

Σημαντικότατο πρόβλημα υφίσταται με την υποαπασχόληση μεγάλης μερίδας των Ελλήνων αγροτών κυρίως λόγω της εποχικότητας της αγροτικής παραγωγής. Η εποχικότητα αυτή οφείλεται κυρίως στη μη ισορροπημένη σχέση φυτικής και άλλων παραγωγών, όπου όπως αναφέρθηκε παραπάνω, διακρίνεται η σοβαρότατη δυσαρμονία μεταξύ των παραγωγών, αλλά και στο μικρό μέγεθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Τα μεγέθη της υποαπασχόλησης των Ελλήνων αγροτών, δεν έχουν μετρηθεί επακριβώς, αλλά πάντως, σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, οι αγρότες που πραγματοποιούν 270 ημερομίσθια τον χρόνο (όριο πλήρους απασχόλησης) δεν ξεπερνούν το 50%. Το φαινόμενο της υποαπασχόλησης εμφανίζεται κυρίως στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές όπου, οι εργαζόμενοι στον αγροτικό τομέα δεν βρίσκουν συμπληρωματική απασχόληση εκτός γεωργίας. Στις πεδινές περιοχές και κυρίως στις τουριστικές περιοχές, η υποαπασχόληση των αγροτών βρίσκει διεξόδους σε άλλες δραστηριότητες και οι ανάγκες σε εργατικό δυναμικό στις περιόδους αιχμής καλύπτονται με την απασχόληση ξένης εργασίας. Σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, το 15% των ημερομισθίων που πραγματοποιούνται στον ελληνικό αγροτικό τομέα, είναι ξένη (μη οικογενειακή) εργασία.

Δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στον αγροτικό τομέα.

Οι επενδύσεις τόσο δημόσιου όσο και ιδιωτικού χαρακτήρα στον αγροτικό τομέα, παρουσιάζουν από το 1994 και εντεύθεν, έντονη πτωτική τάση. Ο ετήσιος δε ρυθμός μείωσης των αγγίζει το -2,5 έως -3% ενώ ειδικά στον χώρο των ιδιωτικών επενδύσεων και για την περίοδο από το 1994 έως το 2000, αυτές αντιπροσωπεύουν μόνο το 4 έως 5% του συνόλου των ιδιωτικών επενδύσεων στη χώρα μας.

Εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων.

Διαρκώς επιδεινούμενη είναι και η εξαγωγική θέση της χώρας, ενώ ταυτόχρονα αυξανόμενη είναι η εισαγωγική διείσδυση ξένων προϊόντων (το εμπορικό έλλειμμα αγροτικών προϊόντων από 305 δις δρχ. το 1995, ανήλθε σε 381 δις δρχ. το 2001). Την ίδια ώρα εντείνεται και η απώλεια αγορών τόσο στην ΕΕ όσο και διεθνώς, ιδιαίτερα στα νωπά οπωροκηπευτικά. Παρά το άνοιγμα της κοινοτικής αγοράς και τις πολύ σημαντικές ενισχύσεις από την ΕΕ, ο αγροτικός τομέας βρίσκεται σήμερα σε αδυναμία να καλύψει με εξαγωγές τις απαιτούμενες από την αύξηση της κατανάλωσης εισαγωγές αγροτικών προϊόντων παρά μόνο κατά 75% έως 80% σήμερα, έναντι 100% έως 120% στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, λίγο δηλαδή πριν την ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ.
Η ελληνική αγροτική παραγωγή σήμερα, παρά την επί δύο δεκαετίες εκμηχάνιση των καλλιεργειών, παράλληλα με τις αναδιαρθρώσεις καλλιεργειών και τις επιδοτήσεις δεν παράγει παρά ελάχιστα περισσότερο από ότι στο τέλος της δεκαετίας του ΄70. Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο του τομέα από – 2 δις ευρώ το 2006 έφθασε σε –2,6 δις ευρώ το 2007. Πρόκειται για μια επιδείνωση της τάξεως των 24 ποσοστιαίων μονάδων, που κατά κύριο λόγο οφείλεται στην μείωση των εξαγωγών του ελαιόλαδου και των άλλων λιπαρών ουσιών (-27,8%), σε συνδυασμό με τη σημαντική αύξηση των εισαγωγών (+12%). Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2007 πληρώσαμε 260 εκατ. ευρώ για να εισάγουμε μαλακό στάρι που χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλεύρων αρτοποιίας και 154 εκατ. ευρώ για εισαγωγή 650.000 τόνων καλαμποκιού, σε τιμές αυξημένες κατά 67%, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος ζωοτροφών κατά 70% και να οδηγηθεί η κτηνοτροφία σε αδιέξοδο.

Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας του αγροτικός τομέα αποτυπώνεται στη μεγάλη μείωση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξία του Πρωτογενή το 2006 (-8,3% σε τρέχουσες τιμές) - ιδιαίτερα έντονη στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της συμβολής του τομέα στην ΑΠΑ της χώρας, από 4,3% το 2005 σε 3,7% το 2006. Η πτώση της παραγωγής και η μεγάλη αύξηση του κόστους είχαν ως συνέπεια την εκ νέου κάμψη του αγροτικού εισοδήματος το 2007 (-0,3%), τη στιγμή που στην Ε.Ε.-27 το αγροτικό εισόδημα αυξήθηκε το 2007 κατά 5,4.

Διάθεση – ποιότητα – τυποποίηση -  πιστοποίηση.

Στον τομέα της διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, σταδιακά, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 και εντεύθεν, ο έλεγχος της διακίνησης ειδικά των προϊόντων ευρείας λαϊκής κατανάλωσης, πέρασε από τα χέρια των συνεταιριστικών οργανώσεων τους, κατευθείαν στον έλεγχο των managers των μεγάλων αλυσίδων τύπου «Σούπερ Μάρκετ» καθώς και των χονδρεμπόρων (μεσαζόντων), οι οποίοι ελέγχουν την αγορά και καθορίζουν τις τιμές σε βάρος των παραγωγών και των καταναλωτών. Με αποτέλεσμα να υπολογίζεται πια ότι, κατά μέσο όρο και σε όλη την γκάμα των αγροτικών προϊόντων ευρείας λαϊκής κατανάλωσης μόλις το 1/3 της τιμής καταναλωτή να φθάνει τελικά στον παραγωγό. Σε πολλές δε περιπτώσεις που αφορούν στη διακίνηση οπωροκηπευτικών, η σχέση «τιμής αγρού» και «τιμής καταστήματος» να είναι 1 προς 10.

Σχετικά με το ζήτημα της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων, η Ελλάδα συνεχίζει να παραμένει στην κορυφή των ομάδων εκείνων που παράγουν κορυφαίας ποιότητας προϊόντα, με μεγάλο έλλειμμα ωστόσο στη συσκευασία και τυποποίηση των παραγόμενων προϊόντων, ιδιαίτερα στα διαρκώς ανανεωνόμενα πρότυπα της διεθνούς αγοράς.
Η ολοκληρωμένη διαχείριση που προωθείται τα τελευταία χρόνια και χρηματοδοτείται από την ΕΕ, για την παραγωγή πιστοποιημένων προϊόντων ποιότητας, δεν στηρίχθηκε από τους αντίστοιχους μηχανισμούς πιστοποίησης και δεν λειτουργεί ως «οδηγός» για την ανάδειξη εθνικών σημάτων και ελληνικής ταυτότητας των προϊόντων στην ελληνική και διεθνή αγορά.

Αγροτική Τράπεζα – Αγροτικά χρέη.

Μη καταμετρημένος – τουλάχιστον με επίσημα στοιχεία της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών – είναι ο αριθμός των μικρομεσαίων κυρίως αγροτών που αντιμετωπίζουν σήμερα προβλήματα με τα πανωτόκια. Όσο για τις κατά διαστήματα ανακοινωθείσες ρυθμίσεις των αγροτικών χρεών προς την ΑΤΕ, το μόνο που κατάφεραν ήταν να βελτιώσουν το χαρτοφυλάκιο της τράπεζας, και να λειτουργήσουν ως αποπροσανατολιστικοί παράγοντες στο κυρίαρχο ζήτημα των αγροτικών χρεών προς την Αγροτική Τράπεζα. Παράλληλα, τεράστιος παραμένει και ο αριθμός των υπό κατάσχεση αγροτικών νοικοκυριών για χρέη προς την ΑΤΕ, είτε πρόκειται για καλλιεργούμενη γη είτε πρόκειται για κτιριακές εγκαταστάσεις ή ακόμη και για τις ίδιες τις κατοικίες των αγροτών.

Ο Δημόσιος παράγοντας. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Το πέρασμα των Διευθύνσεων Γεωργίας του Υπουργείου Γεωργίας στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, ενέτεινε την ήδη υποβαθμισμένη και απαξιωμένη υπολειτουργούσα κρατική μηχανή. Παράλληλα, ο κατακερματισμός του μηχανισμού υλοποίησης του όποιου κεντρικού σχεδιασμού σε διαφόρου τύπου αυτοδιοικητικούς θεσμούς, ΝΠΙΔ, Ανώνυμες Εταιρίες, ενδιάμεσους φορείς, αναπτυξιακές εταιρίες κλπ, κυριολεκτικά κατέστησαν αδύνατη την εφαρμογή του. Κατ’ ουσία το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης σήμερα κρατά για τον εαυτό του τον ρόλο του διανομέα – διαχειριστή των κονδυλίων της ΕΕ που προορίζονται για τον αγροτικό τομέα.
Σχετικά με την αγροτική έρευνα, η εγχώρια παραγωγή τεχνογνωσίας και καινοτομιών καλύπτει μόνο ένα μικρό μέρος των υφιστάμενων αναγκών, λόγω φυσικά της έλλειψης σχετικών προγραμμάτων. Παράλληλα, ο συντριπτικός όγκος των βιομηχανικών εισροών (αγροχημικά, πολλαπλασιαστικό υλικό, μηχανήματα, αρδευτικά συστήματα κλπ) είναι εισαγόμενος, ενώ επίσης εισαγόμενα είναι τόσο ο εξοπλισμός εγκαταστάσεων μεγάλων αγροτικών μονάδων (θερμοκήπια, χοιροτροφεία, πτηνοτροφεία κ.α.) όσο και ο εξοπλισμός ελέγχου υγιεινής και ασφάλειας αγροτικών προϊόντων και οι τεχνολογίες για βιολογικές καλλιέργειες. Συνέπεια αυτής της κατάστασης φυσικά είναι οι μεγάλες δαπάνες για εισαγωγές και η απώλεια θέσεων εργασίας και αγροτικού εισοδήματος.
Απορροφητικότητα των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Τεράστιες είναι οι καθυστερήσεις στην απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων που αφορούν στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη της υπαίθρου ενώ παράλληλα έχει κλείσει εντελώς η στρόφιγγα των χρηματοδοτήσεων για την προώθηση των υφιστάμενων προγραμμάτων για τους αγρότες, λόγω της τεράστιας «τρύπας» απορρόφησης των που δημιουργήθηκε από την οικονομική κρίση που έχει διαλύσει την όποια συνοχή στην ΕΕ. Την ίδια ώρα, η κατάσταση αποδιοργάνωσης στην οποία βρίσκεται σήμερα το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, η μη αποδοχή των λογικών των κοινωνικών εταίρων στις όποιες αποφάσεις και η επικράτηση υποτιθέμενων κριτηρίων απορροφητικότητας στις χρηματοδοτήσεις, αντί κριτηρίων σχετικών με την επίλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων του χώρου καθώς και της περιφερειακής και τοπικής ανάπτυξης, καθορίζουν και την τύχη του προγραμματισμού στον αγροτικό τομέα, ως επανάληψη των γνωστών πια ως αποτυχημένων επιλογών του παρελθόντος.

Υδάτινοι πόροι.
Η υπεράντληση και υδρομάστευση των υδάτινων πόρων, η μη εφαρμογή τόσο της υφιστάμενης νομοθεσίας, αλλά και η μη αναζήτηση νέων ήπιας μορφής μεθόδων άρδευσης, ιδιαίτερα των εντατικών καλλιεργειών, έχουν ήδη οδηγήσει αρκετές περιοχές της χώρας σε συνθήκες προϊούσας ερημοποίησης. Εντείνοντας την ήδη προβληματική εικόνα του αγροτικού εισοδήματος και τις προοπτικές της αγροτικής παραγωγής, αλλά και υποθηκεύοντας το περιβάλλον. Οι όποιες πολιτικές εξαγγέλθηκαν ή επιχειρήθηκαν να εφαρμοσθούν τα τελευταία 15 χρόνια ή ήταν ανεπαρκέστατες ή εγκαταλείφθηκαν πριν καν την υλοποίησή τους. Ιδιαίτερα μάλιστα μετά την έναρξη εφαρμογής του νόμου για την διαχείριση των υδάτινων πόρων, δεν έχουν ακόμη ληφθεί συγκεκριμένα μέτρα σύνδεσης των έργων υδατικής ανάπτυξης με τις αναπτυξιακές προτεραιότητες, ενώ συστηματικά προωθείται η εμπορευματοποίησή τους. Σχετικά δε με την επανειλημμένα εξαγγελθείσα στελέχωση και ανάπτυξη των υλικοτεχνικών υποδομών των προβλεπόμενων φορέων, ουδέποτε διατέθηκαν τα απαραίτητα κονδύλια.

Δεν έχουν υλοποιηθεί δεκάδες προγράμματα τεχνητών λιμνών ανά την χώρα, ενώ οι μελέτες που στις περισσότερες των περιπτώσεων έχουν ήδη εκπονηθεί εδώ και χρόνια, παραπέμπονται μονίμως στις καλένδες.

Το αγροτικό ρεύμα μέσης τάσης θεωρείται ιδιαίτερα ακριβό ενώ η ενίσχυση των γεωτρήσεων είναι από ανεπαρκής έως ανύπαρκτη.

ΕΛΓΑ, Γεωργικές Ασφαλίσεις.
Παρωχημένο, πελατειακό και ανεπαρκές παραμένει το σύστημα αποζημίωσης των φυσικών καταστροφών των καλλιεργειών (κεφάλαιο και παραγωγή) μέσα από τον ΕΛΓΑ, ο οποίος μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον χρησιμοποιούνταν ακόμη και για χρηματοδοτήσει με δισεκατομμύρια τις κρατικοδίαιτες ΠΑΣΕΓΕΣ, ΓΕΣΑΣΕ, ΣΥΔΑΣΕ. Το παρωχημένο σύστημα αποζημιώσεων συνεχίζει να μην καλύπτει όλη την γκάμα των φυσικών καταστροφών, παραπέμποντας συχνά τους ζημιωθέντες αγρότες στην λογική της «ελεημοσύνης» των ΠΣΕΑ, ενώ η όλη διαδικασία εκτίμησης, εξατομίκευσης, αποπληρωμής, γίνεται με αδιαφανείς και με καθαρά πελατειακά κριτήρια διαδικασίες.

Σε σχέση τώρα με τις αποζημιώσεις, αυτές δίδονται χωρίς να τηρείται μια συγκροτημένη λογική, δεν συνδέονται με τις εμπορικές τιμές των προϊόντων, ποικίλουν αδικαιολόγητα από περιοχή σε περιοχή και από προϊόν σε προϊόν, και ο χρόνος εξόφλησής των, όπως και το ύψος των χρημάτων, εξαρτάται από την εκάστοτε πολιτική συγκυρία (εκλογές, κινητοποιήσεις κλπ).
ΟΓΑ, συντάξεις – ιατροφαρμακευτική, νοσοκομειακή περίθαλψη.

Θλιβερή παραμένει η εικόνα των συντάξεων που παρέχει ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ), η οποία συντηρεί ουσιαστικά χιλιάδες αγρότες κάτω από τα όρια όχι απλώς της φτώχειας αλλά της εξαθλίωσης. Έξι στους δέκα αγρότες παίρνουν σύνταξη κάτω από 400 ευρώ με μέση βασική σύνταξη τα 330 περίπου ευρώ το μήνα.

Το νέο σύστημα συνταγολόγισης ταλαιπωρεί χιλιάδες, ειδικά υπερήλικες αγρότες, υποχρεώνοντάς τους σε μετακινήσεις πολλών χιλιομέτρων για μια απλή συνταγή. Η δε νοσοκομειακή περίθαλψη, για πολλούς από τους αγρότες μετατράπηκε σε εφιάλτη, δεδομένου ότι πολλοί εξ’ αυτών, λόγω των υφιστάμενων δυσμενών οικονομικών συνθηκών των τελευταίων ετών, δεν μπόρεσαν να πληρώσουν τα σχετικά ασφάλιστρα.

Οι επιλογές της ΕΕ, ΚΑΠ, ΠΟΕ, GATT.
Οι επιπτώσεις της πρώτης φάσης της ΚΑΠ στην ελληνική αγροτική οικονομία. Η τυχοδιωκτική χρήση των κεφαλαίων που εισέρευσαν.
Η πλήρης ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ και η εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στα αγροτικά προϊόντα, έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο από το 1981 και έως το 1990 στις όποιες εξελίξεις του αγροτικού τομέα. Ειδικότερα μάλιστα με τη στήριξη της φυτικής κυρίως παραγωγής, υπήρξε σταθεροποίηση των τιμών των αγροτικών προϊόντων και αύξηση του εισοδήματος των αγροτών. Ωστόσο, η ενίσχυση αυτή λειτούργησε και ως ο κυρίαρχος γνώμονας για την αναδιάρθρωση καλλιεργειών, με αποτέλεσμα να επιλεγούν από τους αγρότες καλλιέργειες εντάσεως εργασίας και υψηλότερης εισοδηματικής απόδοσης. Καλλιέργειες όπως το βαμβάκι, ο καπνός, οπωροφόρα δένδρα κλπ, οι οποίες και επεκτάθηκαν σε βάρος άλλων λιγότερο αποδοτικών. Ως παρενέργεια επίσης της ενίσχυσης της φυτικής παραγωγής, με δεδομένη την υψηλή στήριξη των κτηνοτροφικών προϊόντων των βόρειων χωρών και την παράλληλη επιβολή των ΝΕΠ (Νομισματικά Εξισωτικά Ποσά), η ζωική παραγωγή οδηγήθηκε σε μεγαλύτερη μείωση της ανταγωνιστικότητάς των ελληνικών κτηνοτροφικών προϊόντων.

Την ίδια δεκαετία του ΄80, παρατηρήθηκε επίσης βελτίωση της τεχνικοοικονομικής υποδομής των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και εκσυγχρονισμός στον τρόπο και στα μέσα καλλιέργειας. Εκμηχανίσθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι εκμεταλλεύσεις, βελτιώθηκαν οι αποδόσεις σε κιλά προϊόντων με τη χρήση νέων τεχνικών και νέων ποικιλιών και φυλών ζώων, εκσυγχρονίσθηκαν οι μεταποιητικές βιομηχανίες.
Όλο αυτό όμως το πολλαπλό «μπουμ» στην ελληνική αγροτική οικονομία είχε ένα τεράστιο μειονέκτημα: Έγινε για ακόμη μια φορά χωρίς μελέτη, στόχους, σχεδιασμό χωρίς πρόγραμμα και κεντρική στρατηγική ανάπτυξης και το χειρότερο, χωρίς την χρηματοδότηση με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και χωρίς αυξημένη επιστημονική και τεχνική κάλυψη. Παράλληλα, δεν προωθήθηκαν ούτε συντονίσθηκαν - στο εξελισσόμενο λόγω των υψηλών ενισχύσεων νέο περιβάλλον - οι όποιες απαιτούμενες διαρθρωτικές παρεμβάσεις και οι αντίστοιχες επενδύσεις που θα εξασφάλιζαν υποδομές στην γεωργία. Παρατηρήθηκαν φαινόμενα όπως οι χρηματοδοτήσεις να δίνονται με υψηλό κόστος απόσβεσής των και αντιοικονομικά κριτήρια, ως προς την αποδοτικότητα της επένδυσης. Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι οι κακή χρήση του γνωστού αναπτυξιακού προγράμματος 797, μέσω του οποίου αγοράσθηκαν κατά χιλιάδες νέοι αγροτικοί ελκυστήρες (τρακτέρ), αλλά κατά κανόνα πολύ μεγαλύτεροι από την αναγκαία για κάθε καλλιέργεια ιπποδύναμη ενώ την ίδια ώρα, δεκάδες είδη παρελκομένων μηχανημάτων, ελάχιστα έως καθόλου χρήσιμων για τις ανάγκες των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, στην ουσία αποθηκεύτηκαν χωρίς λόγο στα αγροτικά νοικοκυριά. Ελκυστήρες και παρελκόμενα κυρίως εισαγόμενα, υψηλού κόστους, δυσανάλογα πάντα με τα μεγέθη των αγροτικών νοικοκυριών για τα οποία αγοράσθηκαν, με τα γνωστά συναφή συνεπακόλουθα, με επιπτώσεις και στην εθνική οικονομία.
Οι αυτοκαταστροφικές επιδοτούμενες αποσύρσεις.
Τα προγράμματα επιδοτούμενων αποσύρσεων αγροτικών προϊόντων που εφαρμόσθηκαν τις δύο δεκαετίες του ΄80 και του ΄90, παρά την δηλωμένη πρόθεσή των ανθρώπων που τα σχεδίασαν στις Βρυξέλλες «να λειτουργήσουν ως μοχλός αναδιάρθρωσης των προβληματικών καλλιεργειών», μετατράπηκαν τελικά σε έναν αυτοκαταστροφικό μηχανισμό για τα προϊόντα στα οποία χρησιμοποιήθηκαν. Πέραν του αρνητικού γεγονότος ότι ανέπτυξαν ολόκληρους μηχανισμούς που στήθηκαν παρασιτικά γύρω από τις επιδοτούμενες αποσύρσεις, είχαν σαν αρνητικές παρενέργειες:

- Τον προσανατολισμό των αγροτών προς τη λογική «φυτεύω – σπέρνω - κλαδεύω – αραιώνω – λιπαίνω – ποτίζω - φροντίζω – αποσύρω».

- Την ολοκληρωτική εξαφάνιση παραδοσιακών προϊόντων της ελληνικής αγροτικής οικονομίας.

- Την σταδιακή εξαφάνιση ιδιαίτερα των οπωροκηπευτικών προϊόντων από την διεθνή αγορά, δεδομένης της λογικής του μαζικού προσανατολισμού των αγροτών και των συνεταιριστικών οργανώσεων στην εύκολη λύση της επιδοτούμενης απόσυρσης των προϊόντων αυτών.

- Το κλείσιμο πολλών μεταποιητικών βιομηχανιών λόγω της «ανταγωνιστικής σχέσης» μεταξύ της επιλογής απόσυρση ή βιομηχανία που δημιουργήθηκε, με «νικητή» την εύκολη λύση της απόσυρσης.

- Τέλος, την «ενηλικίωση» μιας ολόκληρης γενιάς νέων αγροτών που κυριολεκτικά ενηλικιώθηκε με τη λογική του «παράγω για να πετάξω».

Ποσοτικοί περιορισμοί – πάγωμα των θεσμικών τιμών.

Στο τέλος της δεκαετίας του ΄80 και μεταξύ 1988 και 1992, ξεκίνησαν και γενικεύθηκαν οι ποσοτικοί περιορισμοί στην παραγωγή των αγροτικών προϊόντων (πλαφόν). Παράλληλα άρχισε να εφαρμόζεται το «πάγωμα» στις θεσμικές τιμές, ενώ η ταυτόχρονη απελευθέρωση των αγορών είχε σαν αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση του κόστους των εισροών στη γεωργία (λιπάσματα, σπόροι, φυτοφάρμακα κλπ). Μια νέα πραγματικότητα η οποία οδήγησε σε μια συνεχή μείωση του εισοδήματος των αγροτών η οποία εξάλλου συνεχίζεται μέχρι σήμερα, μια ταυτόχρονη μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και μια δυστυχώς συνεχιζόμενη και αυξανόμενη απώλεια των αγορών, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Η αναθεώρηση της ΚΑΠ και οι δυσοίωνες προοπτικές που διαμορφώνονται για την ελληνική αγροτική οικονομία.
Από το 1999, η αναθεώρηση της ΚΑΠ, δεδομένης και της έλλειψης από τη μία πλευρά δυναμικού και αυτόνομου ευρωπαϊκού αγροτικού κινήματος και των χλιαρών αντιδράσεων των κυβερνήσεων ειδικά των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, κινήθηκε προς την κατεύθυνση της εναρμόνισής της με τις επιταγές των Αμερικανών για συνολική κατάργηση των ενισχύσεων των αγροτικών προϊόντων, μέσα πάντα στο πλαίσιο της GATT. Οι αλλαγές οι οποίες προτάθηκαν διευκολύνθηκαν: α) εν πολλοίς από τα διατροφικά σκάνδαλα τα οποία πλασαρίστηκαν στην διεθνή καταναλωτική αγορά μεθοδευμένα (μεταλλαγμένα, κοτόπουλα με τροφές από ορυκτέλαια, τρελές αγελάδες κλπ), β) από το κλίμα «υγιεινομανίας» που καλλιεργείται και επικρατεί διεθνώς και στο οποίο οφείλονται εκστρατείες μαζικού τύπου (όπως αυτή η οποία κατά του καπνίσματος η οποία όμως, παραδόξως καταφέρεται κατά των καπνοπαραγωγών της ΕΕ και όχι κατά των καπνοβιομηχανιών) και γ) από τις ολοένα και περισσότερο διαμορφούμενες οικολογικές ευαισθησίες των κοινωνιών και την αύξηση των απαιτήσεων για την προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενθαρρύνει σήμερα την σταδιακή μείωση της αγροτικής παραγωγής με δύο στόχους:  α) την μείωση των δαπανών που προκαλούνται από τα πλεονάσματα και β) την ανάπτυξη μιας νέου τύπου γεωργίας, με λιγότερη εντατικοποίηση, με χρήση τεχνικών φιλικών προς το περιβάλλον (βιολογική γεωργία) και την παραγωγή υγιεινότερων αγροτικών προϊόντων. Ταυτόχρονα συνεχίζει να περιορίζει σταδιακά την προστασία και προχώρησε στην πλήρη κατάργηση των θεσμικών τιμών, χωρίς να κρύβει ότι οι αποφάσεις αυτές κινούνται στα πλαίσια των συμφωνιών της GATT. Οι όποιες ενισχύσεις δίνονται σήμερα τείνουν να πάρουν χαρακτήρα όχι διαρθρωτικό – αναπτυξιακό αλλά ελεημοσύνης προς τον αγρότη, μια που έχουν τη μορφή των άμεσων εισοδηματικών ενισχύσεων κατευθείαν στο προϊόν και στον ίδιο τον αγρότη. Τελικός δε στόχος διακρίνεται πια φανερά να είναι η πλήρης αποσύνδεση του εισοδήματος των αγροτών από το επίπεδο των τιμών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κοινωνική διάσταση του προβλήματος επιβίωσης που ήδη διαμορφώνεται στα αγροτικά νοικοκυριά.

Η επιλογή της μείωσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων σε τέτοιο βαθμό που να καταστούν ανταγωνιστικές με το διεθνές περιβάλλον από τη μία πλευρά η κατάργηση των ενισχύσεων από την άλλη αλλά και η ταυτόχρονη απαγόρευση στις εθνικές κυβερνήσεις για άμεσες ενισχύσεις των προϊόντων, οδηγούν τις λιγότερο αποδοτικές εκμεταλλεύσεις στην εξαφάνισή τους και την μαζική αποχώρηση από την γεωργία.
Με την τελευταία της απόφαση στις 22/1/2003 η ΕΕ, προχώρησε στην ριζική αλλαγή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Στην ουσία έπαψε να υφίσταται ως αγροτική πολιτική στο σύνολό της, αποδεχόμενη ουσιαστικά την προσαρμογή του όλου συστήματος της αγροτικής οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο του ΠΟΕ.

Στο νέο αυτό περιβάλλον έχουμε:

- Αποσύνδεση των ενισχύσεων από την παραγωγή.

- Ετήσια και κατά αποκοπή ενίσχυση ως ελεημοσύνης στον παραγωγό.

- Ένταξη στις νέες ρυθμίσεις βασικών ελληνικών προϊόντων όπως το λάδι, το βαμβάκι, η ζάχαρη, το ρύζι, το στάρι, τα οπωροκηπευτικά, το κρασί, ο καπνός και λοιπών προϊόντων σημαντικότατων για την επιβίωση της ελληνικής υπαίθρου.

- Προγραμματιζόμενη οριστική κατάργηση επιδοτήσεων σε προϊόντα που μέχρι σήμερα στηρίζονταν σε συντριπτικό ποσοστό στις επιδοτήσεις (βαμβάκι, καπνός, σιτηρά κλπ).

- Ουσιαστική απαγόρευση – πάλι στο πλαίσιο των συμφωνιών που υπέγραψε και η χώρα μας με τον ΠΟΕ – των όποιων εθνικών ενισχύσεων.

ΠΟΕ και συμφωνίες για την αγροτική παραγωγή.

Πλήρως εναρμονισμένες με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) είναι οι προτάσεις της ΕΕ για το μέλλον της αγροτικής οικονομίας και των αγροτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορούμε μάλιστα να πούμε με βεβαιότητα ότι, οι κατευθύνσεις που διαφαίνονται από τις μέχρι τώρα διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο αυτού του Οργανισμού, είναι ακόμη χειρότερες για τους αγρότες της Ελλάδας και από αυτήν ακόμη την ενδιάμεση αναθεώρηση.

Κύριο χαρακτηριστικό των κατ’ αρχήν συμφωνιών είναι η μείωση κατά 55% των επιδοτήσεων στήριξης των τιμών των αγροτικών προϊόντων και η μείωση κατά 45% των κάθε είδους εξαγωγικών επιδοτήσεων. Ειδικότερα για τα σιτηρά, τους ελαιούχους σπόρους, το ελαιόλαδο και τον καπνό, υλοποιείται η πλήρης κατάργησή των όποιων ενισχύσεων. Ακόμη υλοποιείται η περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς των αγροτικών προϊόντων, με μείωση των δασμών, καθώς και πλήρη κατάργηση τους όπως και των ποσοτικών περιορισμών από τις φτωχές χώρες και καθιέρωση μηδενικών δασμών, από τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Τέλος υλοποιήθηκε η κατάργηση της αρχής του de minimis στη στήριξη των αγροτικών προϊόντων (της στήριξης δηλαδή της κατώτερης τιμής του αγροτικού προϊόντος), ενώ παράλληλα προτείνεται ο έλεγχος των «μη δίκαιων πρακτικών εμπορίου» κυρίως από τις αναπτυγμένες χώρες. Μια πλήρως αποτυχημένη επιλογή, με τη μόνιμη καταστρατήγησή της από τα παντοδύναμα Καρτέλ. Κατάργηση δηλαδή των εξαγωγικών πιστώσεων, επισιτιστικές βοήθειες σε φτωχές χώρες, κρατικές εταιρίες εξαγωγής αγροτικών προϊόντων κλπ προστατευτικά των εθνικών αγροτικών οικονομιών μέτρα. Με κραυγαλέο παράδειγμα, πλεονασματικά προϊόντα, αντί να οδηγούνται στη λογική της επισιτιστικής βοήθειας σε πεινασμένους λαούς του Τρίτου Κόσμου, να πετιούνται στη χωματερή, για να μπορούν έτσι τα Καρτέλ να κρατούν ψηλά τις τιμές.

Φυσικά, την ίδια ώρα που οι μεγάλες και αναπτυγμένες χώρες πιέζουν τις μικρότερες να υπογράψουν τις όποιες συμφωνίες του ΠΟΕ, οι κυβερνήσεις τους, όχι μόνο περιορίζουν αλλά και δίνουν χαρακτηριστικά εθνικών επιλογών στις έμμεσες ενισχύσεις που δίνουν στα προϊόντα τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αθρόα αγορά καλιφορνέζικης κομπόστας από την αμερικανική κυβέρνηση για το στρατό, το σύστημα παιδείας και τα νοσοκομεία, με τιμές κατά πολύ υψηλότερες της διεθνούς αγοράς. Την ίδια ώρα το γερμανικό κράτος επιδοτεί γενναία την μεταφορά ορισμένων εθνικών προϊόντων, με αποτέλεσμα την επιδότηση αυτή να την καρπούται ο παραγωγός αφού δεν επιβαρύνεται με την μεταφορά του.

Η πολιτική των ελληνικών κομμάτων και η πραγματικότητα στην αγροτική οικονομία.

Περνώντας μέσα από τρεις ενδιάμεσους ιστορικούς σταθμούς από την απελευθέρωση του έθνους έως σήμερα, σταθμούς όπως η διανομή των τσιφλικιών στη Θεσσαλία μετά το Κιλελέρ, οι γενναίες παρεμβάσεις του Αλέξανδρου Παπαναστασίου με την ίδρυση των συνεταιρισμών και τέλος με την φάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ελληνική αγροτική οικονομία βρίσκεται για μια ακόμη φορά σε ένα νέο αδιέξοδο. Σε μια ιδιόμορφη μάλιστα φάση στην οποία οι Έλληνες αγρότες καλούνται να συνειδητοποιήσουν τα νέα οικονομικά πλαίσια που έχουν de facto δημιουργηθεί και να αλλάξουν, να προσαρμοσθούν και να βρουν λύσεις μέσα από την λογική «μας σπρώχνουν στη θάλασσα και πρέπει να μάθουμε κολύμπι».

Μια πιο λεπτομερής επισκόπηση της αντίληψης που δημιουργήθηκε για τον αγρότη και την ελληνική ύπαιθρο στο πέρασμα των δεκαετιών, μας δίνει και το συνολικότερο στίγμα των προσεγγίσεων που έχουν κατά περιόδους γίνει, από τα όποια πολιτικά συστήματα, κοινωνικοπολιτικά κλισέ και φυσικά τις κατά περιόδους εφαρμοσμένες πολιτικές των κυβερνήσεων.

- Μέχρι το μεσοπόλεμο η εικόνα της ελληνικής υπαίθρου κινείται μεταξύ ενός ειδυλλιακού βουκολισμού και μιας ρωμαλέας επαναστατικής ποπουλίστικης αντίληψης.

- Την ίδια περίοδο, οι διάφορες εκδοχές του ελληνικού μαρξισμού, αρνήθηκαν επίμονα να θεωρήσουν τους αγρότες γενικώς ως μια κοινωνική τάξη ή στρώμα με οποιαδήποτε επαναστατική δυνατότητα.

- Από την πλευρά των αστικών πολιτικών δυνάμεων, χαρακτηριστική είναι η προσέγγιση του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος στις 1 Ιουλίου του 1937 ανακηρύσσει εαυτόν ως «πρώτο αγρότη της Ελλάδος» σημειώνοντας στον σχετικό του λόγο: «Ο αγροτικός κόσμος της Ελλάδος είναι η αέναος αείροπος πηγή η οποία διαρκώς τρέφει το εθνικό σώμα της Ελλάδος, την ελληνική φυλήν αντικαθιστώσα εκάστοτε τα φθαρμένα αυτής μέλη και εισάγουσα εις τον οργανισμόν αυτής νέον αίμα».

- Στη μεταπολεμική περίοδο τίθενται σε προτεραιότητα η εκβιομηχάνιση, η αύξηση της παραγωγικότητας της γεωργικής εργασίας, προσδιορίζοντας την έννοια του αγρότη ως του αυτόνομου «επιχειρηματία αγρότη». Είναι μια περίοδος που τόσο η αριστερά όσο και η συντηρητική παράταξη, συμφωνούν σε γενικές γραμμές στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας και την εκβιομηχάνιση της υπαίθρου.

- Η δικτατορία του ΄67 θέτει με έναν ιδιότυπο λαϊκισμό το ζήτημα της ορθολογικής άσκησης της γεωργίας στηρίζοντας με τη σειρά της το όραμα του επιχειρηματία αγρότη. Παράλληλα, πραγματοποιώντας μια σημαντική παρέμβαση με την κατάργηση των αγροτικών χρεών, συντηρεί στην ουσία τις ισορροπίες στο αγροτικό εισόδημα και στον έλεγχο της τιμής των αγροτικών προϊόντων, με το καθεστώς διατίμησης των τιμών τους στις κεντρικές λαχαναγορές.

- Η μεταπολίτευση επιστρέφει στην πρώτη της φάση επί Κ. Καραμανλή στις παλαιότερες εκδόσεις των απόψεων για την ανάπτυξη της ελληνικής αγροτικής παραγωγής. Η ανάπτυξη αυτή προϋποθέτει και συνεπάγεται τον «επιχειρηματία αγρότη». Το όραμα αυτό φαίνεται να μην είναι ξένο με τη βιομηχανική ανάπτυξη στην οποία στόχευαν και οι «σοσιαλιστές» του ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια: «…Το εργοστάσιο στο χωριό. Χωράφι και εργοστάσιο να σμίξουν. Δεν φτιάχνεται αλλιώς η οικονομία της Πατρίδας μας…» κλπ σοσιαλιστικοειδή φληναφήματα.

Ούτως ή άλλως πάντως, διαπιστώνει κανείς από την ανάγνωση της ιστορικής συνέχειας (ή ασυνέχειας) της αγροτικής πολιτικής όλων των τύπων των κυβερνήσεων, τα τελευταία τουλάχιστον 50 χρόνια, πως συγκλίνουν σε ένα τουλάχιστον κεντρικό μοτίβο: Αυτό της «ελληνοποίησης» των όποιων μοντέλων ανάπτυξης, βασισμένο φυσικά στην ιδιαιτερότητα της εγγενούς ελληνικής παθογένειας του τύπου «εμείς και κανείς άλλος τα ξέρουμε όλα», και η οποία κατά κανόνα κρύβει τις ιδιοτελείς οικονομικές και εξουσιαστικές βλέψεις των διαχειριστών της χώρας, από τον γιατρό του Αλή Πασά Κωλέτη έως τους μπλε και πράσινους βαρόνους της εξουσίας σήμερα. Με κεντρικό άξονα, το επαναλαμβανόμενο δικομματικό μοτίβο, «ότι συμφέρει στο κόμμα, πρέπει να συμφέρει και στον αγρότη».

Έτσι, την ίδια ώρα που η Δυτική Ευρώπη, αλλά και οι ΗΠΑ και οι δορυφόροι των (Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία) προχώρησαν σε δυναμικά μοντέλα ανάπτυξης της αγροτικής των οικονομίας, οι ελληνικές κυβερνήσεις, όλων των τύπων και όλων των αποχρώσεων, αυτοσχεδίαζαν πάνω σε «δικούς τους δρόμους». Με αποκορύφωμα τα ΠΑΣΟΚικά πειράματα του «τρίτου δρόμου για το σοσιαλισμό» τα οποία οδήγησαν και στους αλλεπάλληλους αποτυχημένους πειραματισμούς τύπου Αγρέξ, Περιφερειακών Αγορών κλπ και την σημερινή κενή περιεχομένου «πράσινη ανάπτυξη» του ΓΑΠ.

Η φάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η διαχείριση του αγροτικού ζητήματος από τους «σοσιαλιστές».

Παρόλο ότι, η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ και η σημαντική ροή ενισχύσεων προς την Ελλάδα ιδιαίτερα την πρώτη δεκαετία υπήρξε μια θετική εξέλιξη στη νεώτερη φάση της ανάπτυξης της ελληνικής αγροτικής οικονομίας, μια σειρά από καταστροφικές επιλογές και αναπηρίες των «σοσιαλιστών» του ΠΑΣΟΚ, οδήγησαν την υπόθεση της ελληνικής αγροτικής παραγωγής στην αναπαραγωγή των ίδιων ιστορικών αδιεξόδων που αντιμετώπισε ο κλάδος αυτός και στο παρελθόν.

Οι επιλογές και οι αναπηρίες αυτές συνοψίζονται:

- Στην μαζική έφοδο των στελεχών του ΠΑΣΟΚ στις συνεταιριστικές οργανώσεις με στόχο την πλήρη κομματικοποίησή τους.

- Στην διάλυση του αγροτοσυνδικαλιστικού κινήματος με την αλλαγή του σχετικού νόμου, και την δυνατότητα που δόθηκε σε κάθε χωριό να έχει και από δύο ή τρεις Αγροτικούς Συλλόγους. Κυριαρχία δηλαδή σταλινικών λογικών του τύπου «ότι είναι καλό για το κόμμα είναι καλό και για το λαό».

- Στην ανάπτυξη και ενδυνάμωση του πελατειακού χαρακτήρα των συνεταιριστικών οργανώσεων και ποδηγέτησή τους κάτω από τις κρατικοδίαιτες και απόλυτα ελεγχόμενες τριτοβάθμιες οργανώσεις, ΠΑΣΕΓΕΣ, ΓΕΣΑΣΕ, ΣΥΔΑΣΕ.

- Στη δημιουργία ειδικών σχέσεων με παρασιτικά κυκλώματα διαχείρισης των επιδοτήσεων της ΕΕ. Με κυρίαρχη την παρακμιακή λογική του τύπου «να κλέψουμε τους κουτόφραγκους» την οποία μάλιστα για ένα διάστημα πέρασαν και στον τελευταίο απλό αγρότη, μετατρέποντάς τον σε συνένοχο της μακροπρόθεσμης τελικά υποθήκευσης της προοπτικής των προϊόντων του.

- Στη χρηματοδότηση ημέτερων «βιομηχάνων» οι οποίοι προέκυψαν στον κλάδο της μεταποίησης μαζικά και προερχόμενοι από το πουθενά και οι οποίοι έστησαν βιομηχανίες, είτε «γιαπιά» είτε εποχιακά, μόνο και μόνο για να απορροφήσουν τις σχετικές χρηματοδοτήσεις.

- Στη σύσταση κομματικών οργάνων ελέγχου (τύπου Διεπαγγελματικών Οργανώσεων) των όποιων φιλότιμων προσπαθειών για την ανάπτυξη πρωτοβουλιών στον τομέα της διακίνησης των προϊόντων.

-  Στην οριστική διάλυση των Διευθύνσεων Γεωργίας, με το οριστικό τους πέρασμα στην ανάπηρη ούτως ή άλλως νομαρχιακή αυτοδιοίκηση.

- Στη μη αποφασιστική διεκδίκηση από την ΕΕ, με βάση φυσικά τις διαρθρωτικές δομές της χώρας (τις μικρές και μη εξειδικευμένες εκμεταλλεύσεις, τα χαμηλά αγροτικά εισοδήματα, τον κατακερματισμένο κλήρο κλπ), μεγαλύτερης στήριξης μέσω ειδικών προγραμμάτων, σε αντιστάθμισμα των περικοπών των ενισχύσεων και τους ποσοτικούς περιορισμούς.

- Στον μη περιορισμό των απωλειών από τις αναθεωρήσεις των κανονισμών στα βασικά μας αγροτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα να οδηγείται η αγροτική οικονομία στο σύνολό της σε καταναγκαστικές επιλογές.

- Στην κάθετη και κατηγορηματική άρνηση να υποστηριχθούν από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους (ΚΠΣ), οι υπηρεσίες χρηματοδότησης, οι επενδύσεις σε έργα υποδομής και γεωργικών βιομηχανιών, η παραγωγή και εμπορία ποιοτικών επώνυμων και πιστοποιημένων προϊόντων, που ενσωματώνουν σε μεγάλο βαθμό προστιθέμενη αξία.

- Στην ανικανότητα να οργανωθεί η συστηματική τυποποίηση, η ανάδειξη, η προβολή και η προώθηση των βασικών μας αγροτικών προϊόντων.

- Στην αδιαφορία να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της ηλικιακής σύνθεσης και του μορφωτικού επιπέδου του αγροτικού δυναμικού της χώρας.

Σήμερα, μη μπορώντας να ξεφύγει από την καθεστωτική λογική που ανέπτυξε τα 20 χρόνια που κυβερνάει το ΠΑΣΟΚ, συνεχίζει τον μακιαβελικό του λόγο προς τους αγρότες με κυρίαρχο άξονα την επιλογή: Λέγε ψέματα συνέχεια…στο τέλος κάτι θα μείνει. Κλασικό παράδειγμα είναι ότι, ενώ στην πολυσέλιδη εισήγησή του για το αγροτικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ διογκώνονται τεχνηέντως κάποια νούμερα δήθεν ευημερίας του Έλληνα αγρότη, όταν έρχεται στο δια ταύτα, στις προτάσεις του δηλαδή για το αύριο της υπαίθρου, συνεχίζει ανερυθρίαστα το επικοινωνιακό παιχνίδι παίζοντας με τις λέξεις. Να παρατηρήσουμε μάλιστα, πέρα από τις γενικόλογες αναφορές του στα προβλήματα των αγροτών, πως αυτή τη φορά το ΠΑΣΟΚ έχει επιλέξει όρους καθαρά διαφημιστικής προπαγάνδας (εν είδη απορρυπαντικού που όλα τα καθαρίζει), όπως: Πράσινη ανάπτυξη, βιώσιμη ύπαιθρος, ζωντανή ύπαιθρος, αγροτική ύπαιθρος, κοινωνικά δίκαιη ύπαιθρος, δημοκρατική ύπαιθρος, πολιτιστική ύπαιθρος, οικολογική ύπαιθρος και τέλος κοινωνική ύπαιθρος. Το αμετανόητο δηλαδή «σοσιαλιστικό» κατά τα άλλα κόμμα, δηλώνει σαφώς προς την ελληνική κοινωνία ότι επιχειρεί με όρους μαύρης προπαγάνδας να εξαπατήσει για μια ακόμη φορά τον Έλληνα αγρότη.
Η Νέα Δημοκρατία. Πλήρης σύγχυση και αμηχανία.

Από πλήρη σύγχυση και αμηχανία διακατέχεται το σύνολο του αγροτικού προγράμματος της ΝΔ. Διαποτισμένο σαφέστατα (όπως και στους άλλους τομείς παραγωγής πολιτικής) από κόμπλεξ «σοσιαλιστικής κατωτερότητας» έναντι του ΠΑΣΟΚ, το πρόγραμμα για  την αγροτική οικονομία και τους αγρότες, «ξεχνιέται» στη λογική του αντιπολιτευτικού λόγου, ενώ όταν έλθει η σειρά των προτάσεων, η ανέξοδη μεγαλοστομία θα λέγαμε πως είναι το κυρίαρχο στοιχείο του κατά τα άλλα ονομαζόμενου αγροτικού προγράμματος της ΝΔ.

Καθορίζοντας ως βασικούς άξονες της αγροτικής πολιτικής της ΝΔ, στο πρόγραμμα του κόμματος αυτού διαπιστώνουμε γενικόλογες έως απίθανα ασήμαντες αναφορές του τύπου:

- Ριζική ανασυγκρότηση του υπουργείου Γεωργίας.

- Οργανική διασύνδεση και συνεργασία των αγροτικών εκμεταλλεύσεων με τις επιχειρήσεις του ευρύτερου αγροτικού.

- Αναδιοργάνωση του συστήματος στήριξης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων.

- Εφαρμογή ολοκληρωμένων προγραμμάτων ανάπτυξης.

- Αξιοποίηση των πόρων από την ΚΑΠ (ποια ΚΑΠ;) και πάει λέγοντας. Ίσως το «συντηρητικό» κόμμα, στο πλαίσιο της γενικότερης αντιγραφής των επιλογών του αδελφού του νεοφιλελεύθερου κόμματος, του ΠΑΣΟΚ, να επέλεξε και στο θέμα της εξαγγελίας των προγραμμάτων το ίδιο ψευδοσοσιαλιστικό μοτίβο: «Λέγε με στόμφο και μεγαλοστομίες τα πιο απίθανα και κενά περιεχομένου πράγματα. Το πιο πιθανό είναι να τα πιστέψουν».
ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ.
Κοινό χαρακτηριστικό των προγραμμάτων για την αγροτική οικονομία, και των δυο κομμάτων της αριστεράς είναι, πέρα από τις ικανοποιητικές εν πολλοίς αναλύσεις της υφιστάμενης κατάστασης στον αγροτικό τομέα, η γενικόλογη αναφορά και τα ευχολόγια για την επίλυση των όποιων διαρθρωτικών και άλλων προβλημάτων. Μια στάση που παγιδεύει – όπως και σε άλλα ζητήματα εξάλλου τον λόγο της αριστεράς – σε μια στείρα προσέγγιση των υφιστάμενων συνθηκών. Η πρόταση π.χ. του Συνασπισμού, για επιστροφή της ΚΑΠ στις ανθρωποκεντρικές αρχές της δεκαετίας του ΄80, μπορεί να θέλγει την ακοή όλων μας, είναι ωστόσο μακράν όποιας ρεαλιστικής προσέγγισης, δεδομένης της κάθετης άρνησης των μεγάλων και πλούσιων χωρών (Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ολλανδία) να συνεχίζουν να συνεισφέρουν στον κεντρικό ευρωπαϊκό κορβανά για την ενίσχυση των πιο αδύνατων – όπως της Ελλάδας – αγροτικών οικονομιών. Από την άλλη, η εντελώς αρνητική στάση του ΚΚΕ, απέναντι σε οτιδήποτε έχει σχέση με την ΕΕ ως οντότητα, λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας αποδοχής και όποιας πρότασης του κόμματος της παραδοσιακής αριστεράς, για την ανάπτυξη και την παραγωγή της όποιας πολιτικής στο πλαίσιο της Ευρώπης των Αγροτών.

Ωστόσο, έστω και με μια γενικότερη και ελαφρά διαφοροποιημένη προσέγγιση, διαπιστώνεται η σύγκλιση των προτάσεων των κομμάτων της αριστεράς πάνω σε ένα μοντέλο αναδιοργάνωσης του συνεταιριστικού κινήματος, με πρότυπο τον παραγωγικό όπως - αποκαλείται – συνεταιρισμό. Που στην ουσία όμως είναι μια αναπαλαίωση παλαιότερων οραματισμών της αριστεράς, που ελάχιστη σχέση έχουν με τις ήδη διαμορφωμένες διεθνείς συνθήκες, στον χώρο της παραγωγής, μεταποίησης διακίνησης και διαμόρφωσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων.
ΛΑΟΣ
Το κόμμα αυτό, όπως και στις άλλες επιλογές του, διακρίνεται από έναν καθαρά αποσπασματικό-τυχοδιωκτικό πολιτικό λόγο, χωρίς ιδιαίτερη αξία για σχολιασμό και τοποθέτηση στις όποιες θέσεις του.


Β. Οι θέσεις του Πατριωτικού Μετώπου.
Όντας πατριωτικό Κίνημα το Πατριωτικό Μέτωπο, ως κεντρικό πολιτικό του στόχο θέτει τον ανθρωποκεντρικό μοντέλο ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας από την μια πλευρά, και την εθνική διάσταση στην παραγωγή και εφαρμογή της όποιας πολιτικής που αφορά στην ελληνική κοινωνία στο σύνολό της από την άλλη. Λαμβάνοντας υπόψη στην συγκεκριμένη περίπτωση του Έλληνα αγρότη, την ιστορική συνέχεια της έννοιας της αξιοπρέπειας που φέρει στους ώμους της η ελληνική ύπαιθρος, μέσα από τους διαρκείς αγώνες των αγροτών, τόσο για την εθνική ανεξαρτησία (1821, Εθνική Αντίσταση) όσο και από τους αγώνες τους για κοινωνική δικαιοσύνη (Κιλελέρ).

Ιδιαίτερη αξία έχει ο ανθρωποκεντρικός προσανατολισμός της αγροτικής πρότασης του Πατριωτικού μετώπου, σε μια εποχή μάλιστα που οι κυρίαρχες αντιλήψεις και πρακτικές που επικρατούν προσανατολίζονται στο να ανοίγουν ή να κλείνουν ή να προγραμματίζουν «επιχειρήσεις», «επαγγέλματα» ή ακόμη και «σχολές σκέψης». Ενός δηλαδή χρησιμοθηρικού – ωφελιμιστικού περιβάλλοντος, όπου και οι Έλληνες αγρότες καλούνται από το παγκόσμιο σύστημα διαχείρισης να «συνειδητοποιήσουν τα νέα οικονομικά πλαίσια μέσα στα οποία κινούνται, να αλλάξουν, να εκπαιδευτούν και να γίνουν επιχειρηματίες».
Ο Σ. Π. Κυριακίδης, με την θαυμάσια προσέγγιση του, στο βιβλίο του «Το δημοτικό τραγούδι», διακρίνει το «λαό» από τους «μορφωμένους». Ο «λαός» που αποτελείται από τον κλέφτη, τον καπετάνιο, το βοσκό, τον κυνηγό και τον αγρότη, έχει προς τη φύση ένα αίσθημα βαθύ και ζωηρό, ένα «συναίσθημα βιολογικό» που ουδέποτε φτάνει στο ρομαντισμό. Η προβολή των αισθημάτων του λαού είναι εντελώς φυσική και αυθόρμητη, τα δε προβαλλόμενα αισθήματα πραγματικά, αδρά και αληθή. Αντίθετα το συναίσθημα των «μορφωμένων» απέναντι στη φύση είναι φλύαρο, εξεζητημένο, υπερβολικό, αφύσικο και ρητορικό. Αυτός ο «πατριωτικός ρεαλισμός» του Έλληνα αγρότη είναι που τον οδήγησε στις όποιες σκοτεινές εποχές του έθνους, να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο, από τους κλέφτες και τους αρματολούς του 1821 έως το έπος της Αλβανίας και την Εθνική αντίσταση. Και αυτόν τον γνήσιο πατριωτισμό που προέρχεται από την ειδική του σχέση με την γη και τις καλλιέργειές του, λαμβάνει υπόψη του στη διαμόρφωση της πρότασής του, το Πατριωτικό Μέτωπο. Με κυρίαρχη την αντίληψη του ενιαίου φυσικού εθνοχώρου που συναποτελούν οι Έλληνες αγρότες, και χωρίς κατασκευασμένες έννοιες όπως, «πράσινος αγρότης, νέος αγρότης, νεοεισερχόμενος αγρότης, εργάτης γης, αγρότης μερικής απασχόλησης» και πάει λέγοντας.

Οι σημαντικότερες των επί μέρους αναπηριών που εμπόδισαν την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας εντοπίσθηκαν και μάλιστα με κάθε λεπτομέρεια, στην εισήγηση αυτή. Ο κορμός όμως γύρω από τον οποίο παρασιτικά αναπτύχθηκαν τα όποια θεωρήματα και προσανατολισμοί για την ανάπτυξη αυτή - εκτός ίσως από την φωτεινή εξαίρεση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου που σε μια εποχή ιδιαίτερα δύσκολη, έσπρωξε την αγροτική οικονομία στον ευρωπαϊκό δρόμο, στήνοντας τις συνεταιριστικές οργανώσεις – παρέμεινε από τις πρώτες αγροτικές μεταρρυθμίσεις των αρχών του 20ου αιώνα, ίδιος και απαράλλαχτος. Πρόκειται βασικά για την γενικευμένη παθογένεια της οργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας σε όλα της τα μήκη και τα πλάτη, και η οποία έχει να κάνει με τα αρνητικότερα από τα χαρακτηριστικά της φυλής: Άρνηση κοινωνικοποίησης της συμπεριφοράς, ωχαδερφισμός, τυχοδιωκτισμός, ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής σκέψης, ψευδοπατριωτικός ναρκισισμός ανεξέλεγκτη χρησιμοθηρική-ωφελιμιστική-ατομιστική κομματικοποίηση.

Ακόμη και σήμερα, δεδομένης μάλιστα της ιδιαίτερα προχωρημένης οργάνωσης των αγροτικών οικονομιών της Δυτικής Ευρώπης, των ΗΠΑ, του Καναδά, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, οι παραδοσιακές – διαχειριστικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, επιμένουν να αυτοσχεδιάζουν με βάση τα δικά τους πελατειακά συμφέροντα. Ελλείψει δε νέων «οραματισμών» τύπου «τρίτος δρόμος για το σοσιαλισμό», δεν διστάζουν να λένε πια εντελώς απλοϊκά συνθήματα, από αυτά που διαβάζουν πίσω από τις ντουντούκες τους οι μπιζαδόροι των κομμάτων εξουσίας. Το αγροτικό λοιπόν πρόγραμμα του Πατριωτικού Μετώπου, δεν μπορεί παρά να υλοποιεί την κεντρική του λογική για ρήξη με το παλιό το σάπιο το διεφθαρμένο. Να είναι δηλαδή τρισυπόστατο: Από τη μία πλευρά να υπηρετεί το ανθρωποκεντρικό του στόχο, από την άλλη να θέτει την εθνική διάσταση του ούτως ή άλλως ιστορικού ρόλου της υπαίθρου και από την τρίτη του πλευρά, να εισάγει ρεαλιστικές και δοκιμασμένες στις αναπτυγμένες χώρες επιλογές, τόσο για τα διαρθρωτικά όσο και για τα εν γένει προβλήματα της ελληνικής αγροτικής οικονομίας.

Να σημειώσουμε εδώ ότι, η διαμόρφωση προτάσεων βασισμένων στην διεθνή εμπειρία, δεν αποτελεί πανάκεια για την οριστική επίλυση των ζητημάτων που αναπαρήγαγαν τα αδιέξοδα στην αγροτική οικονομία της Ελλάδας. Μπορεί ωστόσο να χρησιμοποιηθεί ως κανόνας για το «συμμάζεμα» της εικόνας διάλυσης τουλάχιστον στην οποία βρίσκεται σήμερα η ύπαιθρος, και τη διαμόρφωση μια καταρχήν εθνικής πολιτικής. Στο Πατριωτικό Μέτωπο, σε καμία περίπτωση δεν κινείται η όποια παραγωγή πολιτικής, στην παρακμιακή – παρασιτική – πελατειακή λογική των παραδοσιακών κομμάτων. Παραγωγή δηλαδή πολιτικής «από τα σαλόνια» των Αθηνών με γνώμονα τα συμφέροντα των μεσαζόντων, ή από τις έδρες των διανοούμενων και των πανεπιστημιακών, με το γνωστό μοντέλο του «κουστουμιού που παραγγέλλεται στα μέτρα του κόμματος».
Εξισορρόπηση της σχέσης φυτικής – ζωϊκής παραγωγής: 1. Άμεση παρέμβαση στην κατεύθυνση της αλλαγής της σχέσης της φυτικής με τη ζωική παραγωγή. Ήδη η χώρα διαθέτει σήμερα αστρονομικά ποσά ετησίως, για εισαγωγές από το εξωτερικό κτηνοτροφικών προϊόντων, μετατρέποντας παράλληλα τις διατροφικές ανάγκες του ελληνικού λαού σε εφιάλτη, σε περίπτωση που η χώρα αναγκαστεί κάτω από ειδικές συνθήκες (πτώχευση, πόλεμος, φυσικές καταστροφές) να στηριχθεί στη δική της παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων. 2. Ενίσχυση και προώθηση καλλιεργειών σανοδοτικών φυτών, ψυχανθών και καλλιεργειών ενσήρωσης, έτσι ώστε να στηριχθεί κατά προέκταση η κτηνοτροφία και η αύξηση της παραγωγής της.

Μητρώο αγροτών – αγροτική έξοδος – αναδασμός: 1. Άμεση καταγραφή σε πανελλαδικό μητρώο αγροτών των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών με βάση όχι μόνο το εισόδημα αλλά και άλλους συντελεστές αναγνώρισης επαγγέλματος όπως η φύση του δεύτερου επαγγέλματος, ο τόπος διαμονής του αγρότη, το είδος της καλλιέργειας και η βεβαιώσεις των συνδικαλιστικών οργάνων. 2. Παροχή κινήτρων σε άτομα που έχουν στην ιδιοκτησία τους αγροτικές εκτάσεις, δεν χαρακτηρίσθηκαν κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και δεν εγγράφηκαν στα μητρώα αγροτών, για μεταβίβασή των εκτάσεων αυτών σε κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, μέσα από ένα πρόγραμμα αποζημιώσεων. 3. Προστασία του κατά κύριο επάγγελμα αγρότη, με ρυθμίσεις όπως η ενίσχυσή του με αναπτυξιακά προγράμματα και η δυνατότητα που πρέπει να παρέχεται σε αυτόν και μόνο σε αυτόν του δικαιώματος παράδοσης αγροτικών προϊόντων. 4. Παροχή κινήτρων για αναδασμό των αγροτικών εκτάσεων και ενοποίηση των κατακερματισμένων αγροτεμαχίων.

Δραστική αλλαγή του νόμου για τους συνεταιρισμούς με κεντρικούς άξονες: 1. Μία πρωτοβάθμια συνεταιριστική οργάνωση σε κάθε δημοτικό διαμέρισμα ή κοινότητα. Κατάργηση με νομοθετική ρύθμιση όλων των συνεταιρισμών που είναι σφραγίδες.
2. Μία δευτεροβάθμια συνεταιριστική οργάνωση σε κάθε γεωγραφικώς εννοούμενη ως «ενιαίος παραγωγικός χώρος» περιοχή και η οποία θα ορισθεί από μικτή – επιστήμονες, δημόσιο, φορείς - επιτροπή. 3. Μια τριτοβάθμια συνεταιριστική οργάνωση πανελλαδικά, χωρίς εξάρτηση από τις χρηματοδοτήσεις του δημοσίου, αυτάρκης και αυτοχρηματοδοτούμενη.
Ριζοσπαστική αλλαγή του νόμου για τις αγροτοσυνδικαλιστικές οργανώσεις της χώρας με κεντρικούς άξονες: 1. Ένα συνδικάτο αγροτών σε κάθε καποδιστριακό Δήμο. 2. Ένα δευτεροβάθμιο συνδικάτο αγροτών σε κάθε γεωγραφικώς εννοούμενη ως ενιαίος παραγωγικός χώρος περιοχή, και η οποία θα ορισθεί από μικτή επιτροπή αποτελούμενη από επιστήμονες, εκπροσώπους του δημοσίου και εκπροσώπους φορέων. 3. Ένα τριτοβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο πανελλαδικά, χωρίς εξάρτηση από τις χρηματοδοτήσεις του δημοσίου, θεσμικά θωρακισμένη να λειτουργεί στο μέγιστο δυνατόν βαθμό ως εντελώς ανεξάρτητη από τα κόμματα και τις πελατειακές σχέσεις. 4) Κλαδικά συνδικάτα κατά προϊόν.

Καθετοποιημένος έλεγχος της παραγωγής-εμπορίας της πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής με ίδρυση Δημοπρατηρίου Οπωροκηπευτικών και λοιπών πρωτογενών αγροτικών προϊόντων
. Το Δημοπρατήριο Οπωροκηπευτικών και λοιπών πρωτογενών βρώσιμων προϊόντων: Α. Παραλαμβάνει και αναδεικνύει ενώπιον των εμπόρων, μεσιτών και αντιπροσώπων εμπορικών οίκων, μέσα από τα ηλεκτρονικά του συστήματα, τόσο στις εγκαταστάσεις του όσο και μέσω e- commerce από το Διαδίκτυο (Internet) τα φορτία όλων των Οπωροκηπευτικών και λοιπών πρωτογενών αγροτικών προϊόντων. Αποκλείοντας την «επαφή» του μεσάζοντα με τον αγρότη ή τον συνεταιρισμό. Β. Αποδέχεται ως συμμετέχοντες στις δημοπρασίες του, όλους τους εμπόρους, μεσίτες και αντιπροσώπους εμπορικών οίκων εσωτερικού και εξωτερικού, μετά από πλήρη έλεγχο της οικονομικής και πιστοληπτικής των αξιοπιστίας, για την προστασία του παραγωγού. Γ. Ελέγχει και εγγυάται μέσα από το δικό του σύστημα ποιοτικού ελέγχου, την ποιότητα των προβαλλομένων προϊόντων, με δικό του επιτελείο παραληπτών. Ε. Εν γένει, ιεραρχεί κωδικοποιεί και προγραμματίζει όλες τις παραμέτρους τόσο της ίδιας της πρωτογενούς παραγωγής όσο και των ιδιαιτεροτήτων της εμπορίας και των εξαγωγών, με στόχο να γίνει το κεντρικό σύστημα διαχείρισης πρωτογενών αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων σε πανελλήνιο επίπεδο. Παράλληλα μέσω της λειτουργίας του, χαρτογραφείται ο αγροτικός χώρος, δίνοντας έτσι μια αξιόπιστη εικόνα των διαρθρωτικών εκείνων παρεμβάσεων που πρέπει να γίνουν στον προγραμματισμό της αγροτικής οικονομίας.
Θεσμοθέτηση χρηματιστηρίου commodities. Ενός κεντρικού δηλαδή συστήματος εισαγωγής  των πρωτογενών αγροτικών προϊόντων πρώτης ανάγκης (βαμβάκι, σιτηρά, ρύζι κλπ) στη διεθνή αγορά, τόσο για τον έλεγχό των, όσο και για την διαμόρφωση των αναγκαίων ισορροπιών σε αυτά τα προϊόντα, σε σχέση πάντα με την διεθνή πραγματικότητα.

Θεσμοθέτηση Κεντρικού Φορέα Ελέγχου και Στήριξης των βιομηχανικών αγροτικών προϊόντων με μέλη τόσο τους παραγωγούς βιομηχανικών αγροτικών προϊόντων όσο και τους λοιπούς εμπλεκόμενους (βιομηχάνους, βιοτέχνες, κατασκευαστές υλικών συσκευασίας κλπ).
Επαναδιατύπωση των προτύπων για τα επικίνδυνα προϊόντα. Πλήρης αντιστροφή στις όποιες επιλογές τις σχετικές με τα παραγωγικά πρότυπα και την ποιότητα των προϊόντων. 1. Οριστικό κλείσιμο της πόρτας στα μεταλλαγμένα και επικίνδυνα για την υγεία προϊόντα, ελαχιστοποίηση των ορίων υπολειμματικότητας σε φυτοφάρμακα και λιπάσματα, και αυστηρός έλεγχος των πιστοποιήσεων των βιολογικών προϊόντων. 2. Να θεσμοθετηθούν μηχανισμοί ελέγχου των εξαγορών της έρευνας για τα γενετικά υλικά από τις πολυεθνικές. 3. Να τροποποιηθεί ο Κανονισμός Πιστοποίησης, προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμα της αναπαραγωγής σπόρων από τους αγρότες, να αποκατασταθούν οι ντόπιες καλλιέργειες και όπου χρειάζεται να βελτιωθούν. 4. Να εξασφαλιστεί νομοθετικά το δικαίωμα των αγροτών και των καταναλωτών να αποφεύγουν τα μεταλλαγμένα. 5. Να προσδιορισθεί με σαφήνεια η νομοθεσία για την απόλυτη καθαρότητα στους σπόρους και την προστασία της βιολογικής γεωργίας, για τη σήμανση των μεταλλαγμένων οργανισμών και των προϊόντων στα οποία αυτά χρησιμοποιούνται, καθώς και για τη πλήρη ανίχνευση των μεταλλαγμένων οργανισμών στα τρόφιμα και στις ζωοτροφές.

Εκπόνηση προγράμματος δραστικών αναδιαρθρώσεων καλλιεργειών, με προώθηση αγροτικών προϊόντων που έχουν μεγάλο δείκτη απορροφητικότητας στην εθνική και διεθνή αγορά.

Ενίσχυση της αγροτικής υποδομής παραγωγής και διάθεσης προϊόντων (εγγειοβελτιωτικά έργα, αγροτική έρευνα, εκπαίδευση, γεωτεχνικές υπηρεσίες, τυποποίηση, κλπ) έργα, που λειτουργούν υποστηρικτικά στην αλυσίδα, παραγωγή – εμπορία – μεταποίηση.

Καθιέρωση ζωνών κτηνοτροφίας και θερμοκηπιακών ειδών με αντίστοιχες ενισχύσεις  στις υποδομές και την υποστήριξη των ζωνών αυτών.
Χρηματοπιστωτική πολιτική: 1. Γενναίο άνοιγμα της ΑΤΕ προς τις αγροτικές επενδύσεις με υψηλό συντελεστή απόδοσης. 2. Οριστικό κλείσιμο του ζητήματος των επιτοκίων σε όφελος των αγροτών. 3. Παύση όλων των ειδών κατασχετηρίων αγροτικών εκτάσεων ή εγκαταστάσεων για χρέη στην ΑΤΕ. 4. Ευνοϊκές ρυθμίσεις των χρεών των αγροτών στην ΑΤΕ.
5. Πακέτο μέτρων μείωσης του κόστους παραγωγής με βελτίωση υποδομών (αρδευτικά, ηλεκτροδότηση, οδοποιία κλπ). 6. Στήριξη προγραμμάτων ανάπτυξης αγροτικών μεταποιητικών βιοτεχνιών. 7. Επιστροφή στον αγρότη του συνολικού φόρου καυσίμων. 8. Κατάργηση ή επιστροφή του ΦΠΑ σε όλη την γκάμα των αγροεφοδίων και ειδών εκμηχάνισης της αγροτικής παραγωγής, άμεσα και χωρίς την ύπαρξη λογιστικών βιβλίων. 9. Αύξηση των συντελεστών επιστροφής του ΦΠΑ επί των παραδοθέντων αγροτικών προϊόντων, από το 4% που βρίσκεται σήμερα, στο 21%, όπως εξάλλου ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις.

Μεταρρυθμίσεις στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης: 1. Αποκέντρωση όλων των υπηρεσιών του Υπουργείου Γεωργίας στην ύπαιθρο. Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, μεταφέρεται από την Αχαρνών στην καρδιά του Θεσσαλικού κάμπου στη Λάρισα, με δύο παραρτήματα, ένα στην Πάτρα και ένα στο Ηράκλειο Κρήτης. 2. Επανένταξη των υπηρεσιών των Δ/νσεων Γεωργίας κατευθείαν στη κεντρική καθοδήγηση του Υπουργείου, έτσι ώστε να επανακαθορισθεί η έννοια της εθνικής πολιτικής για την αγροτική οικονομία. 3. Διορισμός αγροτικών ακολούθων και συμβούλων σε όλες τις πρεσβείες, προξενεία, διπλωματικές αποστολές και αντιπροσωπείες της χώρας στο εξωτερικό, με αυξημένες αρμοδιότητες για την προώθηση των ελληνικών αγροτικών προϊόντων. 4. Εντατικοποίηση της αγροτικής εκπαίδευσης μέσα από τα ΚΕΓΕ. 5. Ενίσχυση των μηχανισμών πυροπροστασίας των δασών.
6. Αναδιοργάνωση των Δασαρχείων.
Υδάτινοι πόροι:  1. Υλοποίηση των ήδη υπαρχόντων μελετών για την εγκατάσταση φραγμάτων τεχνητών λιμνών. 2. Κεντρικός προγραμματισμός διαχείρισης των υδάτινων πόρων της χώρας με ίδρυση κεντρικού φορέα. 3. Αντιστοίχηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος στα αρδευτικά συστήματα, με το κόστος παραγωγής του αρδευόμενου προϊόντος. Με αυτήν την πολιτική τιμολόγησης, δίνονται κίνητρα για τον προγραμματισμό ανάπτυξης καλλιεργειών με υψηλή απορροφητικότητα στην εθνική και διεθνή αγορά.


ΕΛΓΑ: 1. Καθιέρωση ειδικής επιβάρυνσης σε κάθε κιλό πωλούμενου αγροτικού προϊόντος η οποία πηγαίνει στο ειδικό ταμείο του ΕΛΓΑ. 2. Κατάργηση των ΠΣΕΑ και ένταξη όλου του φάσματος των ζημιών των αγροτικών καλλιεργειών στις τακτικές διαδικασίες του ΕΛΓΑ. 3. Αλλαγή του συστήματος εξατομικεύσεων των ζημιών των καλλιεργειών από τους τεχνικούς του ΕΛΓΑ, με υποχρεωτική παρουσία των συνδικαλιστικών εκπροσώπων των αγροτών στην εκτίμηση και ανακοίνωση της εξατομίκευσης με το πέρας της εκτίμησης. 4. Κατάργηση του συστήματος σταθερής μείωσης της ζημιάς επί των κιλών των προϊόντων και καθορισμός αντικειμενικού συντελεστή προσδιορισμού του ύψους της ζημιάς. 5. Αποζημίωση του προϊόντος στην εμπορική τους τιμή, όπως αυτή διαμορφώνεται στην εθνική και διεθνή αγορά.
ΟΓΑ: 1. Αντιστοίχηση της παρεχόμενης αγροτικής σύνταξης με τις συντάξεις άλλων ασφαλιστικών φορέων. 2. Δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους συνταξιούχους του ΟΓΑ. 3. Πλήρης νοσοκομειακή περίθαλψη-κάλυψη από όλα τα νοσοκομεία της χώρας. 4. Αλλαγή του συστήματος συνταγογράφισης, έτσι ώστε να μην ταλαιπωρείται ο ασθενής αγρότης που διαμένει σε απομακρυσμένες περιοχές. 5. Παροχή κινήτρων για την στελέχωση των Αγροτικών Ιατρείων και των Κέντρων Υγείας. 6. Ανάπτυξη στην ύπαιθρο περιφερειακού δικτύου άμεσης αντιμετώπισης έκτακτων περιπτώσεων όπως ατυχήματα ή καρδιακά, εγκεφαλικά επεισόδια κλπ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου